- εὐχωλή
- εὐχωλήprayerfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευχωλή — εὐχωλή, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση 2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη 3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι 4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εὐχωλῇ — εὐχωλή prayer fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλαῖς — εὐχωλή prayer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλαῖσι — εὐχωλή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλαί — εὐχωλή prayer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλῆς — εὐχωλή prayer fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλῇς — εὐχωλή prayer fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλῇσι — εὐχωλή prayer fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλῇσιν — εὐχωλή prayer fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλέων — εὐχωλή prayer fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)